- προσεπιτροπευομαι
- προσεπιτροπεύομαιπροσ-επιτροπεύομαιсверх того находиться под опекой, быть опекаемым
(ἓξ ἔτη ὑπό τινος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἓξ ἔτη ὑπό τινος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσεπιτροπεύομαι — Α [ἐπιτροπεύομαι] είμαι επίσης υπό την επιτροπεία κάποιου … Dictionary of Greek